ἩἘκκλησία μας πανηγυρίζει τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Κάθε τι στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐνθύμιο ἤ ἁπλό διακοσμητικό στοιχεῖο, ἀλλά εἶναι μιά ζωντανή πραγματικότητα.
Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖται ἀπό ξύλο καί χρώματα. Ὅταν προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ φανερώνουμε τή λατρεία μας πρός αὐτόν, ἐπειδή εἶναι Κύριος καί Θεός μας. Ὁμοίως, ὅταν προσκυνοῦμε τίς εἰκόνες τῶν Ἁγίων φανερώνουμε τήν τιμή πρός αὐτούς, ἐπειδή εἶναι γνήσιοι φίλοι, οἰκεῖοι καί ἀγαπητοί στόν Θεό. Καί φυσικά ἡ λατρεία καί ἡ τιμή διαβαίνει –περνᾶ– στό πρωτότυπο, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, καί ὄχι βέβαια στό ξύλο ἤ στά χρώματα.
Ὁ Θεός καί μέσα ἀπ᾿ αὐτά τά ὑλικά μέσα –ὅταν θέλει– ἐνεργεῖ καί φανερώνει τή χάρη Του. Ἀπόδειξη; Οἱ θαυματουργές ἅγιες εἰκόνες. Γι᾿ αὐτό καί ὅσοι δέν σκέφτονται ἔτσι, κάνουν ἕνα πολύ τρομερό σφάλμα. Βάζουν τή γνώμη τους πάνω ἀπό τή γνώμη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό τραγικό λάθος μᾶς ἐπισημαίνει ἡ σημερινή ἑορτή.
Ἄς θυμηθοῦμε λίγο ἱστορία: Βρισκόμαστε στό 700-800 μ.Χ. Τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ἔχει θριαμβεύσει καί ἡ οἰκουμένη εἶναι χριστιανική. Στήν Κωνσταντινούπολη βασιλεύει ἕνας αὐτοκράτορας. Μέσα σ᾿ αὐτή τή γαλήνη ξεσπάει μία θύελλα. Ὁ αὐτοκράτορας πέφτει σέ πλάνη τοῦ διαβόλου. Ἕνας λογισμός τοῦ λέει: Μά καλά, πῶς εἶναι δυνατόν ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πού διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή νά ἔχουμε εἴδωλα; Μᾶς τό ἀπαγορεύει μάλιστα μιά ἀπό τίς Δέκα ἐντολές: «Δέν θά κατασκευάσεις, γιά σένα εἴδωλα καί κανενός εἴδους ὁμοίωμα ἀπ᾿ ὅσα ὑπάρχουν πάνω στόν οὐρανό ἤ κάτω στή γῆ». Πῶς εἶναι δυνατόν ἐμεῖς νά ἔχουμε καί νά προσκυνοῦμε τόσες εἰκόνες; Δέν ἔχουμε γίνει εἰδωλολάτρες;
Τά ἴδια λένε σήμερα καί οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ Χιλιαστές. Αὐτοί τήν ἔπαθαν, γιατί ἔβαλαν τούς διευθυντές μιᾶς ἑταιρείας πάνω ἀπό τούς ἁγίους ἀποστόλους!
Ὁ αὐτοκράτορας τήν ἔπαθε, γιατί θεώρησε ξαφνικά τόν ἑαυτό του πιό σοφό ἀπό τούς Ἀποστόλους, τούς Πατέρες καί τούς Ἁγίους, ἔκανε τή γνώμη του κριτήριο ὅλης τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι, ἔβγαλε ἕνα διάταγμα καί διέταξε γενική καταστροφή τῶν εἰκόνων. Καί φυσικά ἐπειδή πολλοί παρασύρονται ἀπό τά συνθήματα τά ἀστραφτερά πού κάνουν ἐντύπωση, γι᾿ αὐτό μετά ἀπό λίγες ἡμέρες καί γιά ἑκατόν εἴκοσι χρόνια σ᾿ ὅλη τήν ἔκταση τῆς οἰκουμένης, ἔβλεπες στρατιῶτες νά πηγαίνουν μέ λοστούς καί τσεκούρια νά κατακόβουν κομμάτια τίς ἱερές εἰκόνες μπροστά στίς ὁποῖες τόσα χρόνια ἔσκυβαν καί προσκυνοῦσαν καί ἔκαναν μέ ταπείνωση καί δάκρυα τήν προσευχή τους.
Καί σκεφτόντουσαν οἱ ἁπλοί ἀλλά θεόσοφοι χριστιανοί, πού ἀκολουθοῦσαν τά διδάγματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων: Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος νά πιστεύει στόν Χριστό, νά ἔχει τόν Χριστό Θεό καί ταυτόχρονα ν᾿ ἁρπάζει τόν λοστό καί τό τσεκούρι καί νά ὁρμάει μέ μανία καί νά κάνει κομματάκια τήν εἰκόνα Του; Ποιός μπορεῖ, ἔλεγε ἡ ἁπλή σοφία, νά ἀνεχθεῖ νά φτύνουν, νά βρίζουν, νά περιφρονοῦν καί νά ἀτιμάζουν τήν εἰκόνα τοῦ πατέρα ἤ τῆς μάνας του; Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Θεός ὁ ἴδιος νά ἀνέχεται αὐτή τήν κατάσταση;
Καί ὅμως, ἡ κατάσταση αὐτή συνεχίζεται ἑκατόν εἴκοσι χρόνια. Τέσσερεις γενιές. Δύο γενιές ἀνθρώπων γεννήθηκαν καί πέθαναν καί ἡ κατάσταση αὐτή συνεχιζόταν. Καί στήν κατάσταση αὐτή οἱ ἄνθρωποι ἔπαιρναν τίς ἅγιες εἰκόνες καί πήγαιναν καί τίς ἔκρυβαν μέσα σέ κουφάλες ἀπό δένδρα καί τίς πέταγαν μέσα σέ πηγάδια καί στή θάλασσα γιά νά τίς προστατεύσουν ἀπό τή βεβήλωση, νά μήν πέσουν στά χέρια τῶν εἰκονομάχων.
Εἰκόνες πού εἶχαν κρυφθεῖ, οἱ περισσότερες στά πιό ἀπίθανα μέρη, ἀποκαλύφθηκαν μέ θαύματα σέ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς.
Μέσα σ᾿ αὐτή τήν τραγική κατάσταση πόσο δικαιολογημένο εἶναι νά πεῖ κανείς: Πάει ἡ εὐσέβεια, πάει ἡ Ἐκκλησία, πάει ἡ πίστη... Ἀλλά μετά ἀπό ἑκατόν εἴκοσι χρόνια ἡ Ὀρθόδοξία ἐθριάμβευσε, ἡ ἀλήθεια ἔλαμψε καί ἐπανηγυρίσθηκε ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κατά τό διάστημα αὐτό τῶν ἑκατόν εἴκοσι χρόνων ἐπικρατοῦσε μιά τέτοια σκληρή τυραννία, πού ὅποιος φαινόταν νά ἔχει εἰκόνα, ἐδιώκετο σάν νά ἦταν ὁ ἔσχατος κακοῦργος. Ἡ ἴδια ἡ βασίλισσα, ἡ ἁγία Θεοδώρα, τίς εἰκόνες πού εἶχε τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας τίς ἔκρυβε νά μήν τίς δεῖ ποτέ ὁ βασιλιάς σύζυγός της Θεόφιλος. Καί ἡ ἴδια ἡ βασίλισσα ζοῦσε στήν τυραννία. Ἀλλά διαβάζομε στήν ἱστορία καί τί βλέπομε; Οἱ ἄνθρωποι πού ἔκαναν αὐτά στόν θάνατό τους ζητοῦσαν μέ κλάματα ἀπό τόν Θεό νά τούς συγχωρήσει γιά τό κακό πού ἔκαναν στήν Ἐκκλησία Του. Καί περισσότερο ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, σύζυγος τῆς ἁγίας Θεοδώρας.
Ἡ μεγάλη αὐτή γιορτή μᾶς διδάσκει:
◆ Νά ἐμπιστευόμαστε τήν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό μας. Καί ἕνα ἄλλο σπουδαῖο μήνυμα:
◆ Νά μήν κομματιάζουμε τήν εἰκονα τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά μας μέ τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας.
Πρίν μερικά χρόνια ἕνας δημοσιογράφος πῆρε συνέντευξη τοῦ Καθηγητή τῆς ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Φιλανδίας Κιρκίνεν. Ἀνάμεσα στά ἄλλα ὁ σοφός Καθηγητής καί βαθειά πιστός Ὀρθόδοξος Χριστιανός εἶπε: Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἀναρχικοί μπαίνουν στό Πανεπιστήμιο καί τά κάνουν ὅλα γιαλιά-καρφιά. Ἐφ᾿ ὅσον ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ παραμένει ὄρθια πάνω ἀπό τό γραφεῖο μου, δέν ἔχω νά φοβηθῶ τίποτα. Καί ἀκόμα περισσότερο, ἐφ᾿ ὅσον ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μένει ὄρθια μέσα στήν καρδιά μας, δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτε καί κανέναν.
Άρθρο του π. Ιωήλ απο το βιβλίο: Ρήματα ζωής αιωνίου, έκδοσης του Ι.Ν. Αγίου Νεκταρίου Πρέβεζας
Kommentare