Οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων εἶναι ἀφορμή εὐφροσύνης καί χαρᾶς καί πρόξενοι μεγάλης πνευματικῆς ὠφέλειας. Διότι μᾶς προτρέπουν σέ μεγαλύτερη εὐσέβεια καί ἀρετή. Στόν μήνα Ἰούνιο ἔχουμε τίς ἑορτές τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων ἀποστόλων, Πέτρου καί Παύλου τῶν πρωτοκορυφαίων (29/6) καί τῶν δώδεκα (30/6). Οἱ ἀπόστολοι εἶναι «πέτρα τῆς πίστεως» καί «καύχημα τῆς οἰκουμένης», πνευματικοί φωστῆρες τοῦ κόσμου. Πρωτομάστορες στό κτίσιμο τῆς οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας· θεμέλιοι λίθοι, στύλοι καί βάσεις τῆς πίστης μας.
Τό πιό ὑψηλό ἀξίωμα στήν Ἐκκλησία εἶναι τό ἀποστολικό: «Οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πρῶτον ἀποστόλους» (Α΄ Κορ. 12,28). Γι᾿ αὐτό: α) Ξεχωρίζουν μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σάν ὑπέρλαμπροι ἀστέρες πρώτου μεγέθους τῆς πνευματικῆς ζωῆς. β) Μετέχουν τῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ. γ) Ἐκοπίασαν ὑπερβαλλόντως κάνοντας ἀγῶνες καί θυσίες χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀλήθειας Του. δ) Σάν ἄλλοι Ἡρακλεῖς καθάρισαν τήν κόπρο τοῦ Αὐγεία, δηλαδή τῆς πλάνης καί τῆς διαφθορᾶς τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου.
Πολλοί θέλησαν ὅσο ζοῦσαν νά τούς διασπάσουν. Ἀλλά Ἐκεῖνοι ἐργάσθηκαν ἑνωμένοι στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τούς γιορτάζει μαζί, γιά νά δείξει τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα πού εἶχαν, ἀλλά καί ξεχωριστά ἀπό τούς ἄλλους ἀποστόλους, γιατί προεξάρχουν καί εἶναι Πρωτόθρονοι καί Πρωτοκορυφαῖοι.
Ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ «πορευθέντες σέ ὅλο τόν κόσμο κηρύξατε τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλη τήν κτίση, βαπτίζοντάς τους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «διδάσκοντές τους νά ἐφαρμόζουν ὅλες τίς ἐντολές μου». Γι᾿ αὐτό καί ὁ Χριστός ἦταν μαζί τους ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς τους. Ὅπως ἔστειλε ὁ ἐπουράνιος Πατέρας τόν Χριστό στόν κόσμο, ἔτσι καί Αὐτός ἔστειλε τούς Ἀποστόλους. Καί τούς ἔθεσε ὅρο νά ἀπαρνηθοῦν κάθε ἐπίγειο δεσμό. Νά μήν πάρουν στό ζωνάρι τους χρυσό ἤ ἀσημένιο ἤ χάλκινο νόμισμα, οὔτε σακίδιο γιά τόν δρόμο, οὔτε διπλά ροῦχα, οὔτε ὑποδήματα, οὔτε ραβδί (Ματθ. 10, 9-10). Καί τούς ἀνήγγειλε ὅτι θά ἀντιμετώπιζαν θλίψεις καί διωγμούς. Τούς ἔστειλε σάν πρόβατα ἀνάμεσα στούς λύκους. Τούς προειδοποίησε ὅτι θά ἦταν μισούμενοι ἀπό ὅλους γιά τό ὄνομά Του. Θά τούς ὁδηγοῦσαν μπροστά σέ ἄρχοντες καί ἐξουσιαστές ἐξαιτίας Του, γιά νά δώσουν μαρτυρία γι᾿ Αὐτόν. Θά τούς ἔσυραν στά δικαστήρια, ἀλλά δέν θά ἔπρεπε νά ἀγωνιοῦν γιά τό τί θά ποῦν ἤ πῶς θά τό ποῦν. Ὁ Θεός θά τούς φώτιζε ἐκείνη τήν ὥρα τί νά ποῦν, γιατί δέν θά ἦταν οἱ ἴδιοι πού θά μιλοῦσαν, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατέρα πού θά μιλοῦσε μέσα τους.
Ἔγιναν, λοιπόν, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας, τόσο μέ τήν ζωή τους, ὅσο καί μέ τό κήρυγμά τους. Ἐκτελώντας τό ἀποστολικό τους ἔργο πεινοῦσαν, διψοῦσαν, γυρνοῦσαν μέ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι ἀπό τόπο σέ τόπο καί μοχθοῦσαν γιά νά ζήσουν ἐργαζόμενοι μέ τά ἴδια τους τά χέρια. Στούς ἐμπαιγμούς ἀπαντοῦσαν μέ καλά λόγια, στούς διωγμούς μέ ὑπομονή. Νά γιατί ἡ φωνή τους ἀκούστηκε σ᾿ ὅλη τήν γῆ καί τά λόγια τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης.
Άρθρο του π. Ιωήλ απο το βιβλίο: Το Δέντρο της Ζωής, έκδοσης του Ι.Ν. Αγίου Νεκταρίου Πρέβεζας
Comentários